- ἀγχίπτολις
- ἀγχίπτολιςnear the citymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀγχίπολις — ἀγχίπτολις near the city masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχίπτολιν — ἀγχίπτολις near the city masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγχίπολις — ἀγχίπολις και ποιητ. ἀγχίπτολις ( εως), ο, η (Α) αυτός που κατοικεί ή βρίσκεται κοντά στην πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + πόλις] … Dictionary of Greek